πρόσθεμα

πρόσθεμα
πρόσθεμα, ατος, τό,= προσθήκη, Ph.1.592, Socr.Ep.1;
A increase, LXX Le.19.25, Ez.41.7.
II appendage: hence,= πόσθη, AP12.3 (Strat.), Gloss.
2 pl., glossed τὰ πυγιαῖα (dub. sens.), Hsch.
III pessary, Hp.Nat.Mul.67, Mul.1.20, Dsc.1.16.
IV additional plot of land, PPetr.3p.39(iii B.C.), POxy.504.12, 45 (ii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσθεμα — increase neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα …   Dictionary of Greek

  • προσθεμάτων — πρόσθεμα increase neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέμασι — πρόσθεμα increase neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματα — πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματι — πρόσθεμα increase neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσθέματ' — προσθέματα , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl προσθέματι , πρόσθεμα increase neut dat sg προσθέματε , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”